No Sense Words – Λέξεις Φυγόκεντρες

Λέξεις… Οι δικές μου λέξεις έχουν χάσει την βαρύκεντρο δύναμή τους… πάλλονται, διασκορπίζονται, χωρίς ουσία χωρίς χρώμα, αλλάζουν με τον καιρό, με τη στιγμή παίρνουν μια ιδιαίτερη μορφή, χωρίς διάρκεια…Είναι λέξεις φυγόκεντρες…

Αντοχή Ζελατίνας – Αφήγημα

Sia - Elastic Heart - Shia LaBeouf & Maddie Ziegler.

Sia – Elastic Heart – Shia LaBeouf & Maddie Ziegler.

 

Οι “ήρωες της ζωής”, αυτούς που συναντάς κάθε μέρα, θέλοντας και μη, και σου αυτοσυστήνονται με την παράλληλη πρόταξη των στέρνων, με φοβίζουν.

Ο τρόπος που σε αντιμετωπίζουν δεν με πείθει:  η δύναμη στη χειραψία σα τανάλια, το κάλπικο χαμόγελο του πωλητή, η πονηράδα στο βλέμμα του περπατημένου, η προσοχή που δίνουν στο ζύγι, το ευγενικό τους καλωσόρισμα, καθώς σε ανεβάζουν, υποβοηθώντας τον ασταθή βηματισμό σου σε ξύλινη ράμπα, σε υπαίθρια πλάστιγγα φορτοεκφορτωτών.

Πάντοτε έτρεφα μέσα μου μια δυσπιστία χωριάτη στη σιγουριά τους. Ίσως να έχει να κάνει με τις επαρχιώτικες μου καταβολές ή με το φανερό θαυμασμό που έτρεφε στον κόρφο του γι αυτούς ο πατέρας μου. Όσο όμως κι αν βροντοφώναζαν, φτύνοντας ψωμοτύρια, και διαλαλούσαν την αυτοθυσία τους για τους άλλους, εγώ μαντηλωμένη εμπαθής κακόγρια, έβλεπα από το χαμηλωμένο τσεμπέρι μου – ηθελημένα σφαλιστό το στόμα με την πρόφαση καραμέλας που τη γυροφέρνει άπληστα η γλώσσα – μέρα με τη μέρα, να χτίζουν οι ίδιοι, πέτρα με την πέτρα, το βωμό τους για την δική τους θέωση. Να τον καλουπώνουν βράδυ και να τεστάρουν την δομική σταθερότητά του για να αντέξει το ανάστημά τους, το βαρύ στήσιμό τους, το κόρδωμα του ουρακοτάγκου, τη μυϊκή τους υπεροχή, το σφρίγος, τις “σωστές” ορμόνες. Αν τους χειροκροτούσα στο τέλος της παράστασης-να μου συγχωρεθεί κάποια στιγμή- ήταν γιατί φοβόμουν το πλήθος, το λάκτισμα και το λιθοβολισμό και το ένα γύρω γεμάτο πέτρες χωράφι. Όπως καταλαβαίνετε, αυτές οι παραστάσεις γίνονται πάντοτε στην ύπαιθρο, σε ανοιχτή θέα.  Έχουν ανάγκη από χώρο για ν’ αποφεύγεται ο συνωστισμός και ο καθείς, έκθετος σε κάθε αδιακρισία του διπλανού, υπό το βλέμμα του ραβδούχου, ν’ απολαμβάνει τα τελικά ηθικά διδάγματα.

 

Κράτησα λοιπόν αυτόν το φόβο και τον διατήρησα μέσα μου.

Κάποιες άλλες συνθήκες, με τον καιρό, με είχαν μάθει να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου και το αίσθημα της αστικής αυτοσυντήρησης, που αναβόσβηνε σηματοδότης, άλλοτε βάζοντάς μου φρένο στον αυθορμητισμό και στην παρόρμηση κι άλλοτε να μου πατάει το γκάζι και να ξεχύνομαι στους δρόμους με τετάρτη. Τους έβλεπα. Και τους απέφευγα. Κατά κύριο λόγο ήταν οικογενειάρχες, γύρω στα μισά μετά τα πρώτα άντα και εξής, με σακούλες από παιχνιδάδικα και με ερεθισμένο τον πεπτικό αδένα από τη νηστικωμάρα, από τη δίαιτα που τους είχε επιβάλλει το απαγορευτικό κατεστημένο του παντρεμένου, του βολεμένου, του “εσύ τακτοποιήθηκες, βάλε μυαλό”. Είχαν την ικανότητα κατάποσης του μυθικού Κρόνου, να σε κατασπαράξουν φασκιωμένο όπως – όπως για να θρέψουν τον εγωισμό τους, κουρασμένοι πια να τους κρέμεται αχόρταγη από τις θηλές η φύτρα τους, αποστεωμένοι , στεγνοί και λιπόσαρκοι. “Mην εμπιστεύεσαι ποτέ οικογενειάρχες, θα σε χρησιμοποιήσουν, θα σε καταστρέψουν θα σε φέρουν σε όλεθρο”, μου έλεγε μια πρώην συνάδελφος αλλά ποτέ δεν μου είχε εξηγήσει τους λόγους ή την προσωπική της λιμπιντική μάλλον εμπειρία. Έτσι το ‘χα καταλάβει. Τότε μου ‘χε κάνει εντύπωση ο λαρυγγισμός της απαγόρευσης κι όχι καθαυτή η προτροπή. Ακόμα με χτυπάει στα μηνίγγια η κραυγή της στο διάδρομο. Αν μου το ψιθύριζε, χωμένοι κάπου δίπλα στον αυτόματο πωλητή αναψυκτικών θα ‘λεγα πως μ’ εκλιπαρούσε. Τους έβλεπα λοιπόν να σουλατσάρουν παρελαύνοντας όλες τις καθημερινές ημέρες από Δευτέρα σε Παρασκευή. Τα Σαββατοκύριακα τηρούσαν το εθιμοτυπικό του Δημιουργού για χασμουρητό, απραγία και αργία. Ίσως πάλι, μου φαίνεται πιο λογικό,  να επιδίδονταν σε μηχανορραφίες και πρόχειρους σχεδιασμούς στο κυνήγι μου για την επερχόμενη εβδομάδα, στήνοντας ενέδρες και ξόβεργες. Συναντιόμασταν ξυστά, σε διαφορετικά ρεύματα πάντοτε. Αυτοί σε ανοδική πορεία κι εγώ να κυλώ ακούραστα, αβίαστα, σε κατήφορο, αδιαφορώντας για την καθοδική κλίση που είχα πάρει. Αυτοί αργότερα χώριζαν σε οδικές διακλαδώσεις, άλλοι από αυτούς σε κοσμοβριθείς λεωφόρους, πάνω σε ανελκυστήρες προς τα τελευταία λουξ πατώματα νεόδμητων πολυκατοικιών κι άλλοι σε επαρχιακούς δρόμους, σε χωματόδρομους που οδηγούν σε δευτερεύουσες παρακάμψεις,  να λικνίζονται σε βαρούλκα εργοταξίων, κατασκευαστικών εταιρειών και εργοστασίων. Η γενναία περιβολή των σταυροφόρων της βιοπάλης, πατέντα και διακριτικό των ορέξεων τους, με έβαζε σε ένα διαρκή κίνδυνο και πεταγόμουν, αναπτύσσοντας άμυνες ίδιες με ελαστά τμήματα ορθάνοιχτης ομπρέλας, ελπίζοντας σε ένα σκόπιμο τραυματισμό, στο ύψος των ματιών του θύτη. Τ’ ατσαλάκωτα κοστούμια τους από την κόλλα σιδερώματος, τα λουστραρισμένα στην εντέλεια σκαρπίνια τους, ή οι πορτοκαλί ζώνες ασφαλείας των άλλων, οι λερές φόρμες από τα γράσα, οι τρακτερωτές σόλες, μου υποδήλωναν την υψηλή αυτοεκτίμησή τους, κερασμένη με μια δόση κίβδηλης ντομπροσύνης και μιζέριας. Πάντοτε από μικρός έτρεφα μια δυσπιστία στη σιγουριά τους, στην επιτυχημένη συνταγή τους, στην εκκωφαντική φωνή που ξεπηδούσε από τη στοματική τους κοιλότητα, με τον ίδιο σκληρό τόνο, είτε για να εκφράσουν τη φιλική τους διάθεση, είτε την προσταγή στον υφιστάμενο – δεν είχαν μάθει να χρωματίζουν τις χροιές στην παλέστρα της ζωής, ίσως επειδή το θεωρούσαν θηλυπρέπεια και αδυναμία. Κατάλαβα όμως, αργότερα, ότι από αυτήν ακριβώς τρέφονταν.  Κι αυτό από εμένα κυνηγούσαν, με ακριβή όσφρηση λαγωνικού. Όχι εμένα τον ίδιο, ψυχή τε και σώματι, να το ξεκαθαρίζω, αλλά να εκμεταλλευτούν και να σοδομίσουν την ευθραυστότητα μου, την αντοχή μου ζελατίνας, που από μία διαρκή μάλαξη από προηγούμενους είχε χάσει κάθε ελαστικότητα πια. Όπως ένα νευρικό παιχνίδι ενός άεργου αποθηκάριου που σπάει πλαστικές φυσαλίδες αέρα. Αν έχεις παρατηρήσει κι αν εσύ ο ίδιος το έχεις κάνει, δεν βγαίνει ο αέρας μονομιάς. Βρίσκεις αντίσταση. Ίσως να προσπαθήσεις και δυο και τρεις φορές, πριν σκάσει από την πίεση των ονυχοφαγωμένων δακτύλων σου.  Βλέπουν την εύθραυστη επιφάνεια και σου ρίχνονται, σε εκείνη ακριβώς τη ρωγμή που έχει χάσει συνεκτικότητα με τη σύνολη δομή σου και σε τσούζει. Δε σε θέλουν ολόκληρο, μην απατάσαι. Μεγάλη ταλαιπωρία να θέλεις ένα κορμί, τα μέλη του, ολάκερη την επιφάνεια. Είναι μεγάλη η επένδυση, η κούραση, το άχθος, το παραμέρισμα του εγωισμού σου. Θέλουν τον πόρο μόνο να πιέζουν εκεί που επικίνδυνα – σύμφωνα με νόμους πιθανότητας – μπορεί να χάσκει η ψυχή σου. Την αδυναμία σου, τον εξευτελισμό σου. Ο μοναδικός δρόμος προς τη θέωσή τους.

Με πήρε τηλέφωνο χθες η συνάδελφος. Δεν τσίριζε. Ακουγόταν απόμακρη και συγκεχυμένη, με φωνή που χανόταν. Δυσκολευόμουν να την ακολουθήσω. Τραβολογιέται, λέει, με έναν παντρεμένο. Αδιέξοδος η φάση. Μπήκε κι αυτή στη σειρά και περιμένει. Περιστασιακά εμφανίζεται, σε πόσα κομμάτια να γίνει κι αυτός. Βιοπαλαιστής. Με υποχρεώσεις. Κι έχει, όμως αγάπη να του δώσει λέει. Της κρέμασε στις θηλές τα τρία νεογνά του, τη φύτρα του. Δεν είναι γι΄ αυτά αυτή. Νιώθει να της μπήγουν τα δόντια στη σάρκα. Αυτός, αψηφώντας τον κίνδυνο, βάζοντας την ίδια του την ύπαρξη σε δεύτερη μοίρα, επιδίδεται σε ηρωικές ακροβασίες με αυταπάρνηση, της είπε, για χάριν και ευημερία όλων.

 

—————

Αφιερώνεται στη Στέλλα που έχει αρχίσει να μου εμφανίζεται ως πρωταγωνίστρια, στη Ρούλα Ματσούκα και Sonia Resuli, φίλες και θεράπουσες της καλλιτεχνικής μου αναβλητικότητας.

 

© Copyright 2016 Σούκουλης Δημήτρης – All Rights Reserved

2 comments on “Αντοχή Ζελατίνας – Αφήγημα

  1. vequinox
    08/10/2016
  2. Παράθεμα: Αντοχή Ζελατίνας – Αφήγημα – worldtraveller70

Αφήστε απάντηση στον/στην vequinox Ακύρωση απάντησης

VISITORS

Flag Counter